Ο όρος χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (τελικό στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας – στάδιο 5) περιγράφει τη χρόνια νεφρική νόσο στην οποία είτε υπάρχει μείωση του GFR σε επίπεδα μικρότερα των 15ml/min/1,73m2, είτε υπάρχει η αναγκαιότητα έναρξης θεραπείας υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας. Σε αυτό το στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας, η προϊούσα αδυναμία των νεφρών να διεκπεραιώσουν τις απεκκριτικές, μεταβολικές και ενδοκρινικές τους λειτουργίες, οδηγεί σε πολυσυστηματική δυσλειτουργία, που εκδηλώνεται κλινικά ως ουραιμικό σύνδρομο.

Επιδημιολογικά δεδομένα προσδιορίζουν τον επιπολασμό της νεφρικής νόσου σε ποσοστό άνω του 10% του ενήλικου πληθυσμού. Στο γενικό πληθυσμό, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η πρωτεϊνουρία (>1,5g ημερησίως), το οικογενειακό ιστορικό νεφρικής νόσου και η μεγάλη ηλικία (άνω των 65 ετών), αποτελούν παράγοντες κινδύνου, που ανεξάρτητα από την αιτία της νεφρικής νόσου, συσχετίζονται με αυξημένη επίπτωση εξελισσόμενης νεφρικής προσβολής και νεφρικής ανεπάρκειας. Η κλινική πορεία της χρόνιας νεφρικής νόσου είναι συχνά για μεγάλα χρονικά διαστήματα σιωπηλή. Η νόσος παραμένει χωρίς συμπτωματολογία μέχρι την απώλεια του 70-75% της φυσιολογικής νεφρικής λειτουργίας, πλην της νυκτουρίας, που αποτελεί συνήθως πρώιμη κλινική εκδήλωση και αντανακλά τη μειωμένη ικανότητα συμπύκνωσης των ούρων. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε λειτουργικές και δομικές προσαρμογές των λειτουργούντων νεφρώνων στη νεφρική βλάβη.